- στερούμενος
- στερέωdeprivefut part mid masc nom sg (attic epic doric)στερέωdeprivepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άφως — ἄφως ( ωτος), ο (Μ) ο χωρίς φως, ο στερούμενος φωτός … Dictionary of Greek
αδειανοσακούλης — ο ο στερούμενος τα πάντα, πάμφτωχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειανός + σακούλα] … Dictionary of Greek
αζωικός — ή, ό 1. η μη ύπαρξη ζωικού κόσμου 2. μτφ. ο στερούμενος ζωικών απολιθωμάτων, ο αρχαϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερητ. + ζωικός*, πρβλ. αγγλ. azoic] … Dictionary of Greek
αναυθεντικός — ή, ό ο στερούμενος αυθεντίας, κύρους ή αλήθειας, ο μη αυθεντικός, μη έγκυρος … Dictionary of Greek
ανείδεος — ἀνείδεος, ον (Α) στερούμενος μορφής, άμορφος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + είδος «μορφή, σχήμα»] … Dictionary of Greek
ανεθέλητος — η, ο (Α ἀνεθέλητος, ον) 1. ανεπιθύμητος, απευκταίος 2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος … Dictionary of Greek
μύξωμα — Μη καρκινικός, σαν ζελές, όγκος. Παρουσιάζεται συνήθως κάτω από το δέρμα και μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος. * * * το ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο… … Dictionary of Greek
πεζολογία — η, ΝΜΑ [πεζολόγος] γραφή ή ομιλία σε πεζό λόγο νεοελλ. λόγος στερούμενος ποιητικότητας, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας … Dictionary of Greek
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek